Το ποίημα του μήνα

Στο παιδί μου…

Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί

Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο

Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ

Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,

Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω

Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Ο δρόμος και η ζωή

Ό,τι κι αν λέμε, ό,τι κι αν κάνουμε

ό,τι κι αν σιωπηλά ή φωναχτά αναψηλαφούμε

κάποιοι άλλοι, μικρά παιδιά ακόμα

θα ζήσουν τα ίδια χιλιοειπωμένα βάσανα

τις ίδιες απρόσμενες χαρές, θα προσπαθήσουν

ν΄ ανοίξουν καινούργιους δρόμους παίρνοντας στην αρχή

έναν δρόμο που δεν διαφέρει πολύ απ΄ τον δικό μας

και κάποτε αλλάζοντας, κάποτε ομορφαίνοντας

κάποτε ταλαιπωρώντας τη ζωή

ζωή με χίλια πρόσωπα, ζωή μοναδική

ζωή δική μας και των άλλων

(Φλεβάρης – Μάιος 2020)

Τίτος Πατρίκιος

Aπόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, “Αναφυλλητό”.

Τα παιδιά θέλουν παπούτσια
τα παιδιά θέλουν ψωμί
θέλουνε και φάρμακα
δούλεψε και συ.

Γέλα κλαίγε κι όλο λέγε
το παιδί: ζωή.
Τίποτ’ άλλο, Ζωή.
Ζύμωνε στη σκάφη
πρώτο σου ζυμάρι, πρώτο σου ψωμί
ένα καλυβάκι μια μικρούλα αυλή
για το παιδί.

Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ δάκρυ
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαηδεί
για το παιδί.

Τούτη είναι η ζωή μας
τούτο το μεγάλο, τίποτ’ άλλο
γέλα κλάψε, πες ό,τι θες
Το παιδί ζωή: ζωή
τίποτ’ άλλο!

ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ ΑΓΟΡΙ

Μην κλαις αγόρι γοερά
το δάκρυ σου πληγώνει τη Γη
που απορροφά κάθε σταγόνα ευλαβικά.
Οι άνθρωποι είναι αδιάβροχοι
σκληροί & γρανιτένιοι.
Δε νοιώθουν τα συναισθήματα
που κρύβονται στα δάκρυά σου.
~
Μη βλέποντας την αγωνία που ζωγραφίζεται
στο παιδικό φοβισμένο πρόσωπο.
Μη βλέποντας το τρέμουλο
στο παιδικό βασανισμένο κορμάκι.
Μη βλέποντας το άδειο χεράκι
που δεν ανοίγει η αθώα σου αξιοπρέπεια.
Σε προσπερνούν…
~
Θα έρθει η ώρα
που θα χύσουν καυτό δάκρυ.
Ίσως τότε θυμηθούν
το αγόρι που προσπέρασαν αδιάφορα
κάποια στιγμή στην αγχωμένη ζωή τους
και τότε θα αισθανθούν τον πόνο σου.
Ίσως τότε να ξαναγίνουν… Άνθρωποι.

ΠΟIΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΟΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
Α΄ βραβείο de.stijl.de.l.arte (Ελένη Ιωάννου) «Για τα παιδιά του κόσμου»
ΜΗΝ ΑΦΗΝΕΙΣ

Μην αφήνεις στις σκιές και στους καπνούς
να καλύπτουν τα αθώα παιδικά όνειρα.
Μην αφήνεις στις ευθύνες και στα βάσανα
να βαραίνουν τις άγουρες πλάτες των παιδιών.
Μην αφήνεις στην πείνα και στη δυστυχία
να ανταγωνίζονται την παιδική ευτυχία.
Μόνο άφησε τα παιδιά ελεύθερα
να σου χαρίζουν χαμόγελα από καρδιάς
δώσε στα παιδιά την αγάπη και τη στοργή σου
να τα αγκαλιάσουν σα μητρικό χάδι.
Και τότε όλος ο κόσμος θ’ αλλάξει
θα χαμογελά ξένοιαστος κι ευτυχισμένος.

Το σπάνιο δώρο, της Κικής Δημουλά

Από τη συλλογή «Η εφηβεία της λήθης» (1994) που περιλαμβάνεται στον συγκεντρωτικό τόμο «Ποιήματα», από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Καινούργιες θεωρίες.
Τα μωρά δεν πρέπει να τ’ αφήνετε να κλαίνε.
Αμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Αλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.

—ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια—
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.

Ποτέ αγκαλιά. Αφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Ας κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.
Γεμίστε μοναχά το μπιμπερό τους
με άγλυκην υπόσχεση —δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις— πως θα έρθει μια και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.
Βάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν’ ακούτε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.
Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά.
Τυλίγονται άγρια
γύρω απ’ τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,
θα σας πνίξουν.

Τίποτα. Όταν σας ζητάνε αγκαλιά
μολών λαβέ μωρό μου, μωλόν λαβέ να απαντάτε.

Mπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα
και με τα πιο μικρά..
Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών.
Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές.
Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους.

Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια.
Που ξέρω ν’ ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Μου φτάνει που μ’ αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι.
Πολύ…
Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερις ανθρώπους.
Πολύ…
Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι’ αυτούς.
Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι.
Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.
Που μπορώ και κλαίω ακόμα.
Και που τραγουδάω… μερικές φορές…
Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν.
Και ευωδιές που με γοητεύουν…

Οδυσσέας Ελύτης

Μανόλης Αναγνωστάκης,

Στο παιδί μου

Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο

Μα στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Oνόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.

Μ. Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα, Πλειάς

Τάσου Λειβαδίτη, «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος»

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ’ τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες — μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφίνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ’ τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν’ αφίσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδι,
να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
να την ακούς να σου λέει τα όνειρά της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίζεις τον δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι’ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου
θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη
σα να ’γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

[πηγή: Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, Κέδρος, Αθήναι 21979, σ. 121-124]

Τάσος Λειβαδίτης, «Καντάτα – αυτός με την Παλόμα»

Πες μου, α, πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη, τα χωρατά των σπουργιτιών, σγουρά γέλια των θάμνων, οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα, ρυάκια μου ασυλλόγιστα, πού πάτε; Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα το ξύλινο μαγγανοπήγαδο μακριά, πλάι στο πηγάδι ο παπούς παίζοντας την κιθάρα του, «μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά», ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του απ’ τις στερνές ομορφιές της γης, πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, σα να πηγαίνανε χαρούμενα μηνύματα από κόσμο σε κόσμο. Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά και μεγάλα, μακρόσυρτα σούρουπα με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα βλέφαρα, έκθαμβες ώρες, βαρειές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο που έφτανε ως τον πόνο. Αίσθηση αβέβαιη όλων των μυστικών της ζωής που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα, κει κάτου, κει κάτου, μακριά, τους βραδυνούς ορίζοντες. (Απόσπασμα από τη συλλογή «Καντάτα», 1960)

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-10-poihmata-gia-thn-anoiksh/ ]

Γιώργης Παυλόπουλος, «Τα αντικλείδια»

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί

κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι

και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.

Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς

δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.

Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη

και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια

γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.

Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.

Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ

για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.

Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν

από τότε που υπάρχει ο κόσμος

είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια

για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

(Από τη συλλογή «Τα αντικλείδια» –συγκεντρωτική έκδοση «Γιώργης Παυλόπουλος,«Ποιήματα 1943-1997», εκδ. Νεφέλη)

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ποίημα στους φίλους»

Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις
για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,
ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου ˙
όμως μπορώ να σ’ ακούσω
και να τα μοιραστώ μαζί σου.

Δεν μπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι
θα είμαι εκεί μαζί σου.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου
να κρατηθείς και να μη πέσεις.

Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο.

Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια
αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο
που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου
όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,
όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια της
για να την φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.

Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ
να σ’ αγαπώ όπως είσαι
και να είμαι φίλος σου.

Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
τους φίλους μου και τις φίλες μου,
δεν ήσουν πάνω
ή κάτω ή στη μέση.

Δεν ήσουν πρώτος
ούτε τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.

Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.
Να εκπέμπεις αγάπη.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.

Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις με τους άλλους.

Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες.
Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή.

Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος
στη λίστα σου.

Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.

[πηγή: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα, μετάφρ. Δ. Καλομοίρης , Ελληνικά Γράμματα, 1995 ]

Αλληλεγγύη, Γιώργος Σεφέρης

Είναι εκεί δεν μπορώ ν’ αλλάξω

με δυο μεγάλα μάτια πίσω απ’ το κύμα

από το μέρος που φυσά ο αγέρας

ακολουθώντας τις φτερούγες των πουλιών

είναι εκεί με δυο μεγάλα μάτια

μήπως άλλαξε κανείς ποτέ του.

Τί γυρεύετε; τα μηνύματά σας

έρχουνται αλλαγμένα ώς το καράβι

η αγάπη σας γίνεται μίσος

η γαλήνη σας γίνεται ταραχή

και δεν μπορώ να γυρίσω πίσω

να ιδώ τα πρόσωπά σας στ’ ακρογιάλι.

Είναι εκεί τα μεγάλα μάτια

κι όταν μένω καρφωμένος στη γραμμή μου

κι όταν πέφτουν στον ορίζοντα τ’ αστέρια

είναι εκεί δεμένα στον αιθέρα

σα μια τύχη πιο δική μου απ’ τη δική μου.

Τα λόγια σας συνήθεια της ακοής

βουίζουν μέσα στα ξάρτια και περνάνε

μήπως πιστεύω πια στην ύπαρξή σας

μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι.

Έχασε πια το χρώμα αυτός ο κόσμος

καθώς τα φύκια στ’ ακρογιάλι του άλλου χρόνου

γκρίζα ξερά και στο έλεος του ανέμου.

Ένα μεγάλο πέλαγο δυο μάτια

ευκίνητα και ακίνητα σαν τον αγέρα

και τα πανιά μου όσο κρατήσουν, κι ο θεός μου.

Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη
(απόσπασμα)
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ’ οι φωνές μες στον ασβέ-
στη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ’ την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ’ έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γε-
νεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και
με ταμπούρλα.Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ’ η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη
νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.
Τα λιανοτράγουδα

Στίχοι: – (παραδοσιακό τραγούδι)
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Φλέρη Νταντωνάκη & Δημήτρης Ψαριανός (Ντουέτο)

Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει
ένα που βγαίνει το πουρνό όταν γλυκοχαράζει.

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει,
που στέκεις πάντα δροσερό, κι ανθείς και λουλουδίζεις.

Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι
το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ.
Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.

Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω
κι όταν σε συλλογίζομαι, τρέμω κι αναστενάζω.

Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις
και την ψυχή και την καρδιά εσύ μου την ορίζεις.

Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι
το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ.
Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.

Εγώ είμ’ εκείνο το πουλί που στη φωτιά σιμώνω,
καίγομαι, στάχτη γίνουμαι και πάλι ξανανιώνω.

Σαν είν’ η αγάπη μπιστική, παλιώνει, μηδέ λιώνει
ανθεί και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργώνει.

Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι
χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι.
Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.»

Ένας μικρός γλυκός παλιός Σεπτέμβρης (2006)
Στίχοι:

Ηλίας Κατσούλης

Μουσική:

Παντελής Θαλασσινός

Ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάμματα
που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα
θέλει να παίξει ακόμα με τ’ άστρα τ’ ουρανού
πριν έρθουν πρωτοβρόχια και συννεφιές στο νου
πρωτάκι, σχολιαρούδι, του κλέβουν το τραγούδι,
του κλέβουν το τραγούδι…Ένας γλυκός Σεπτέμβρης στάζει το μέλι του
σωστό παληκαράκι τρυγάει τ’ αμπέλι του
στα Σπάτα λινοβάτης, στο Κορωπί γαμπρός
να τρέμουν τα κορίτσια στα βλέφαρά του μπρος
φυσάει ο απηλιώτης, ο ζέφυρος της νιότης
φυσάει ο απηλιώτης…Ένας παλιός Σεπτέμβρης φίλος αχώριστος
καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται αγνώριστος
το κόκκινο ραγίζει στα μήλα της Ροδιάς
κίτρινα πέφτουν φύλλα στον κήπο της καρδιάς
Η νύχτα μεγαλώνει, δίχτυα στο φως απλώνει,
η νύχτα μεγαλώνει…

Mπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα

και με τα πιο μικρά..

Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών.
Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές.
Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους.
Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια.
Που ξέρω ν’ ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.
Μου φτάνει που μ’ αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι.
Πολύ…
Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερις ανθρώπους.
Πολύ…
Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι’ αυτούς.
Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι.
Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.
Που μπορώ και κλαίω ακόμα.
Και που τραγουδάω… μερικές φορές…
Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν.
Και ευωδιές που με γοητεύουν…
Οδυσσέας Ελύτης

Μια βόλτα στον ήλιο”, Λυγερή Ζωχιού

Ξελόγιασμα του νου

Να ονειρεύεσαι το κάθε τόσο

Όταν το χαλασμένο το μυαλό το φως το κλέβει

Και συννεφιά απλώνει

Με το «έτσι θέλω» του…

Ποτέ αυτονόητη να μη την πεις

Μια βόλτα σου στον ήλιο

Αν θα σε βρει… όπου και όταν…

Αλλά ιερή στιγμή σου…

Σε ξάγναντο η απλωσιά η απέραντη

Ή σε βουνίσια άκρη η θέα

Σε Ποσειδώνια αγκαλιά, λαμπύρισμα αλμυρού νερού

Του κόσμου το καθρέφτισμα σε μια δροσοσταλίδα

Ή πέταγμα ανάλαφρο σε όνειρο καθάριο

Τότε…

Την ευλογία να δεχτείς

Το φως να προσκυνήσεις

Το πέπλο του να τυλιχτείς

Την ομορφιά ν’ αγγίξεις

Αλόγιστα σαν το μωρό

Μη σπαταλιέσαι στη δεύτερη τη σκέψη

Ξεγλίστρημα απ’ το σκοτάδι

Από την συννεφιά ή την ομίχλη του μυαλού

Που ηττήθηκε στην καθημερινότητά του

Απ’ τα κοινόχρηστα όνειρα

Και της ανυπαρξίας τις άμετρες υπερωρίες

Έγειρε, εκουράστηκε…

Και φοβισμένο έχασε πια το φως του

Στο χρώμα υποταγή

Στο μαγεμένο άκουσμα της φύσης

Υποταγή σε μεθυσμένα αρώματα

Και σε εικόνες πιο καθάριες

Ολοβούτηχτες στο φως

Στο φως του ήλιου του γενναιόδωρου, του ελεήμονα

Που τα φορτώθηκε όλα αυτά τα δώρα

Και τα ‘φερε εμπρός στα πόδια σου

Για να διαλέξεις…

Κι ύστερα ανάμνηση τα έκανε εύκολα

Που δυνατή όσο χίλιες χαρές

Και όσο χίλια γέλια ανοιχτόκαρδα, είναι

Τόσο ακριβά… τα δώρα του

Που όταν απλώνει η συννεφιά, ή η ομίχλη

Την βαριά σκιά της στην ανήμπορη καρδιά

Ν’ αφήνεται σ’ αυτή την αγκαλιά

Γιατριά και παρηγόρια εύκολα για να πάρει

Ν’ ανοίξει το παράθυρό της

Να θυμάται αυτό το φως

Και όλα τα άλλα…

Τα δώρα τ’ ακριβά…

Τη βόλτα αυτή στον ήλιο…

Απόσπασμα από τον Επιτάφιο, Γιάννης Ρίτσος

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης

Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια

Και μου `λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα `ν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας

Χαβιέ Μποθαλόνγκο (1961),

από το βιβλίο La casa a oscuras

ΥΠΝΟΔΩΜΑΤΙΟ (2) / HABITACIÓN (2)

Ζωγράφισες με ρίγες το τέλος της παιδικότητάς σου:
δυο τόνοι βιολετί σε προστατεύουν
από τα παιχνίδια που πια δεν παίζεις
από τα όνειρα που πια δεν ονειρεύεσαι.

Είναι εύκολο ν’ αποφασίζεις με το ψυγείο γεμάτο
από ποιον νόμο να επωφεληθείς
και γνωρίζοντας πως το νερό είναι ζεστό
και τα ρούχα σιδερωμένα
να διαπραγματευτείς το επιμίσθιο της στοργής

Οδυσσέας Ελύτης

Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ωσάν αυτή που μου ’λαχε δεν είδαΡίχνει να πιάσει ψάρια – πιάνει φτερωτά
στήνει στη γη καράβι – κήπο στα νερά
κλαίει φιλεί το χώμα – ξενιτεύεται
μένει στους πέντε δρόμους – αντρειεύεταιΌμορφη και παράξενη πατρίδα
ωσάν αυτή που μου ’λαχε δεν είδαΚάνει να πάρει πέτρα – τηνε παρατά
κάνει να τη σκαλίσει – βγάνει θάματα
μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι – πιάνει ωκεανούς
ξεσηκωμούς γυρεύει – θέλει τύραννους

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ωσάν αυτή που μου ’λαχε δεν είδα

Διονύσιος Σολωμός

Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ

Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε

της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,

σύγνεφο, καταχνιά δεν απερνούσε

τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη.

Και από κει κινημένο αργοφυσούσε

τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αγέρι,

που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:

Γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι, και κόρες,

όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε.

Μέσα στες εκκλησιές τες δαφνοφόρες

με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε.

Ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες

ομπροστά στους Αγίους, και φιληθείτε.

Φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,

πέστε Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι.

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,

και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μαννάδες.

Γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-

σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες.

Λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι,

από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες.

Κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ το αγιοκέρι,

οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

Γιάννης Ρίτσος, “Άνοιξη”

Απόψε κοιμηθήκαμε στην αγκαλιά της άνοιξης

ακουμπώντας το κεφάλι στην καρδιά της.

Ακούγαμε στον ύπνο μας τις ανάσες των πουλιών και την καρδιά μας.

Το πρωί που ξυπνήσαμε, είδαμε τον ουρανό να περπατάει στην

κάμαρά μας σα γαλανό πουλί με χρυσά μάτια που τσίμπαγε

τα ψίχουλα των σκιών που ‘χαν μείνει από χθες βράδυ στο πάτωμα.

Μια στιγμή να νιφτούμε και φτάσαμε. […]

Σήμερα μια μικρή κοπέλα, με θαλασσιά κορδέλα στα μαλλιά,

στάθηκε στην κορφή της λεύκας και κελαδάει.

Απ’ το τραγούδι της πετούν μικρά πουλιά που γεμίζουν

τις αυλές και τις στέγες.

Τα πουλιά κάθονται στους ώμους των παιδιών.

Οι άνθρωποι μπλέκονται στα δίχτυα των αχτίνων και τρεκλίζουν

σαν πρωτόβγαλτα πουλιά.

Τα τριαντάφυλλα τρελάθηκαν και κάνουν τούμπες μέσα στο νερό.

Θε μου, το μεθυσμένο φως θα σπάσει τα τζάμια, θα πλημμυρίσει

τις κάμαρες και δε θ’ αφήσει μήτε έναν ίσκιο για να σκεπάσει

η μάνα τα μάτια της.

Τότε θα τινάξει στον αέρα το μαντήλι της και θα χορέψει κείνο το

νησιώτικο χορό που χόρευε στα νιάτα της μαζί με τον πατέρα

– ένα χορό που μυρίζει θάλασσα και βάρκες φορτωμένες πορτοκάλια.

Ο πατέρας θα κάνει πως ξέχασε το χορό και θα χαμογελάει

καθώς θα κρούει τη φτέρνα στον αέρα.

Κ’ εμείς ξοπίσω τους, παιδιά, πουλιά, λουλούδια και λιθάρια,

θα χορεύουμε στ’ αλώνι του ήλιου τραγουδώντας τις μέρες που

δε χάχουνται μες στο τραγούδι, όταν οι μεγάλοι χορεύουν

μαζί με τα παιδιά τους τον ίδιο χορό της κάθε άνοιξης.

(Γ. Ρίτσος, Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού, Κέδρος)

Νίκος Καρούζος, Της νύχτας τα βελούδα “Θρίαμβος χρόνου”
Κι αν χιονίζει στο πνεύμα
κι αν κρυώνουν οι μεγάλες
ιδέες
ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει
Peter Handke, “To τραγούδι της παιδικής ηλικίας”
Όταν το παιδί ήταν παιδί
περπατούσε κουνώντας τα χέρια του,
ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι,
το ποτάμι να είναι χείμαρρος,
και αυτή η λακκούβα με νερό να είναι η θάλασσα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν ήξερε ότι ήταν παιδί,
όλα ήταν ένα μέρος της ψυχής,
και όλες οι ψυχές ήταν μία.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν είχε άποψη για τίποτα,
δεν είχε συνήθειες,
καθόταν συχνά σταυροπόδι,
το έσκαγε τρέχοντας,
είχε »κορυφή» στα μαλλιά,
και δεν έκανε καμία γκριμάτσα όταν φωτογραφιζόταν

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
Ήταν η ώρα για αυτά τα ερωτήματα:
Γιατί είμαι εγώ, και γιατί δεν είμαι εσύ;

Γιατί είμαι εδώ, και όχι εκεί;
Πότε ξεκίνησε ο χρόνος και πού τελειώνει ο χώρος;
Δεν είναι η ζωή κάτω από τον ήλιο απλώς ένα όνειρο;
Είναι μήπως αυτό που βλέπω και ακούω και μυρίζω
μόνο μια παραίσθηση ενός κόσμου πριν τον κόσμο;

‘Εχοντας υπόψη «τo κακό» και τους ανθρώπους
υπάρχει αυτό που λέμε «κακό» πραγματικά;
Πώς γίνεται να είμαι εγώ, έτσι όπως είμαι,
και να μην υπήρχα πριν γίνω αυτό που είμαι
και ότι κάποια μέρα, εγώ, όπως είμαι,
δεν θα είμαι πλέον αυτός που είμαι;

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν του άρεσε το σπανάκι, τα μπιζέλια, το ρυζόγαλο,
ούτε το κουνουπίδι στον ατμό,
αλλά τα τρώει όλα αυτά τώρα, και δεν είναι μόνο επειδή «πρέπει»

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
ξύπνησε μια φορά σε ένα ξένο κρεβάτι,
και τώρα κάνει το ίδιο ξανά και ξανά.
Πολλοί άνθρωποι, τότε, φαινόντουσαν όμορφοι,
τώρα όμως πολύ λίγοι, από καθαρή τύχη.

Είχε πλάσει στο μυαλό του μια σαφή εικόνα του παραδείσου,
ενώ τώρα το πολύ μπορεί να μαντέψει,
δεν μπορούσε τότε ούτε να διανοηθεί τη «μηδαμινότητα»
ανατριχιάζει, όμως, σήμερα στη σκέψη αυτή.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
έπαιζε με ενθουσιασμό,
και, τώρα, έχει τον ίδιο ενθουσιασμό όπως και τότε,
μόνο όταν πρόκειται για τη δουλειά του

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
Ήταν αρκετό να φάει ένα μήλο… ψωμί,
Και έτσι είναι ακόμα και τώρα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
τα χέρια του ήταν γεμάτα μούρα, όπως μόνο τα μούρα τα γεμίζαν
και ακόμη και τώρα έτσι κάνουν
φρέσκα καρύδια του έγδερναν’ τη γλώσσα
και ακόμη έτσι είναι,
για κάθε βουνοκορφή,
είχε λαχτάρα για ένα ακόμη ψηλότερο βουνό,
και για κάθε πόλη,
είχε λαχτάρα για μια ακόμα μεγαλύτερη πόλη,
και εξακολουθεί να είναι έτσι,

Έφθανε για τα κεράσια στα ψηλότερα κλαδιά των δέντρων
με έναν ενθουσιασμό που έχει ακόμη και σήμερα,
νοιώθει συνεσταλμένος σε αγνώστους,
και το νοιώθει ακόμη και τώρα.

Περίμενε το πρώτο χιόνι,
και το περιμένει έτσι ακόμη και τώρα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
έριξε ένα ραβδί σαν βέλος πάνω σ’ ένα δέντρο,
και πάλλεται εκεί ακόμη μέχρι σήμερα.

Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η απόφαση»

Χρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν’ αλλάξεις:
οργή κι επιμονή. Γνώση κ’ αγανάκτηση.
Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά
ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.
Κατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.
Μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς
την πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε.

Aπό το θεατρικό έργο Η απόφαση (1930)

[πηγή: Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο, Αθήνα 1978, σ. 36]

Γιώργος Σεφέρης

Άρνηση

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβύστηκε η γραφή.Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1972)

Νίκος Καρούζος

Τα πουλιά δέλεαρ τοῦ Θεοῦ
(ἀποσπάσματα «Διαλόγων»)

1
Νὰ γυρίζεις — αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα -—
μὲ κουρελιασμένα μάτια
μὲ φλογωμένους κροτάφους ἀπ᾿ τὴν πτώση
νὰ γυρίζεις
στὴν καλὴ πλευρά σου.
Πεσμένος αἰσθάνεσαι
τὴν κόλαση ποὺ εἶναι ἡ αἰτιότητα
τὸ στῆθος ὡσὰν συστατικὸ τοῦ ἀέρα
τὰ βήματα χωρὶς προοπτική.
Κι ὅμως στὴ χειμωνιάτικη γωνία ὁ καστανᾶς
περιβάλλεται ἀπὸ σένα.
Κόψε ἕνα τραγούδι ἀπ᾿ τ᾿ ἄνθη
μὲ δάχτυλα νοσταλγικά.
Νὰ γυρίζεις — αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα.

2
Θὰ περάσουν ἀποπάνω μας ὅλοι οἱ τροχοὶ
στὸ τέλος
τὰ ἴδια τὰ ὄνειρά μας θὰ μᾶς σώσουν.
Ἀγάπη μεῖνε στὴν καρδιὰ —
αὐτὸς ἂς εἶναι ὁ κανὼν τοῦ τραγουδιοῦ σου.
Μὲ τὴν ἀγάπη
Θὰ σηκώσουμε τὴν ἀπελπισία μας
Ἀπ᾿ τὸ ἀμπάρι τοῦ κορμιοῦ.
Δὲν εἶναι φορτίο γιὰ τὴ χώρα τῶν ἀγγέλων
ἡ ἀπελπισία.
Καὶ προπαντὸς
ἂς μὴν ἀφήσουμε τὴν ἀγάπη
νὰ συνωστίζεται μὲ τόσα αἰσθήματα…

3
Ἅπλωσε ἡ γαλήνη τὰ φτερά της
ὡσὰν ἀλησμόνητος κύκνος ὀνείρου
σ᾿ αὐτὰ τὰ ἔρημα νερά.
Κάτι νιώθω σήμερα
βλέποντας τὰ πουλιά.

4
Ἡ ἀγωνία μου ὑψώνεται,
ὡς τὰ ἐδελβάις ἄνθη.

5
Τὰ ὄνειρα βλαστοὶ στὸ στῆθος
κλήματα μέσ᾿ στὴν καρδιὰ
διαγώνια ἐκδικοῦνται τὸ χῶμα
σκοτώνοντας ἐμᾶς.

Κωστής Παλαμάς

Τα δώρα της Πρωτοχρονιάς

—Πατρίδα μου, τί θες να σου χαρίσω

για τον καλό το χρόνο που θα ’ρθεί;

—Παιδί μου, το κορμί το λιονταρίσο

και το παλικαρίσο το σπαθί,

και τη νεραϊδογέννητη τη χώρα

μαζί με το δικέφαλον αϊτό.

Δε θέλω γω καινούρια ή ξένα δώρα,

παλιά δικά μου πλούτη σού ζητώ.

—Μητέρα, τα δικά σου τα στολίδια

τα χαίροντ’ άλλοι μες στην οικουμένη,

και Λάμιες τα φυλάν, τα ζώνουν φίδια

και χάνοντ’ εκεί μέσ’ αντρειωμένοι…

—Παιδί μου, όταν τη δόλια σου μητέρα,

με του παιδιού τον πόνον αγαπάς,

με την αγάπη μόνο μιαν ημέρα

την παλαιά της δόξα θα της πας!

31 Δεκεμβρίου 1883 *
Γέννηση
Ἕνα ἄλλο βράδυ τὸν ἄκουσα νὰ κλαίει δίπλα.
Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ μπῆκα.
Μοῦ ῾δειξε πάνω στὸ κομοδίνο ἕνα μικρὸ ξύλινο σταυρό.
«Εἶδες – μου λέει – γεννήθηκε ἡ εὐσπλαγχνία».
Ἔσκυψα τότε τὸ κεφάλι κι ἔκλαψα κι ἐγώ.
Γιατί θὰ περνοῦσαν αἰῶνες καὶ αἰῶνες
καὶ δὲ θά ῾χαμε νὰ ποῦμε τίποτα ὡραιότερο ἀπ᾿ αὐτό.
Τάσος Λειβαδίτης

Χαλίλ Γκιμπράν, Ο προφήτης

Kαι μια γυναίκα που βαστούσε ένα μωρό στην

αγκαλιά της είπε: Μίλησε μας για τα παιδιά.

Και είπε αυτός (ο προφήτης):

Τα παιδιά δεν είναι δικά σας παιδιά.

Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής

για τον εαυτό της.

Έρχονται στον κόσμο μέσα από σας

αλλά δεν προέρχονται από εσάς

και παρότι είναι μαζί σας, δεν ανήκουν σε σας.

Mπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας

όχι όμως τις σκέψεις σας

Γιατί έχουν τις δικές τους σκέψεις.

Μπορείτε να στεγάσετε το σώμα τους

όχι όμως την ψυχή τους.

Γιατί η ψυχή τους ζει στο σπίτι του αύριο

που εσείς δεν μπορείτε να το επισκεφτείτε

ούτε καν στα όνειρά σας.

Μπορείτε να πασχίσετε να τους μοιάσετε

μην προσπαθείτε όμως να τα κάνετε να σας μοιάσουν.

Γιατί η ζωή δεν πηγαίνει πίσω

ούτε μένει στο χτες.

Eίστε τα τόξα απ’ τα οποία τινάζονται

σαν ζωντανές σαΐτες τα παιδιά σας.

Ο τοξότης βλέπει στόχο στη γραμμή του Απείρου

και σας λυγίζει με τη δύναμή Του ώστε οι σαΐτες Του

να φύγουν γοργά και να φτάσουν μακριά.

Δεχτείτε το λύγισμά σας στα χέρια Του με χαρά.

γιατί αυτός, όπως αγαπά τη σαΐτα που εκτοξεύεται

αγαπά και τόξο που είναι σταθερό.

Χαλίλ Γκιμπράν, Ο προφήτης, εκδ. Printa

Το ποίημα της εβδομάδας

Αν – R. Kipling

Αν μπορείς στην πλάση τούτη να περιφρονείς τα πλούτη
κι αν οι έπαινοι των γύρω δεν σου παίρνουν το μυαλό,
αν μπορείς στην τρικυμία να κρατήσεις ψυχραιμία,
κι αν μπορείς και στους εχθρούς σου να σκορπίσεις το καλό,
αν μπορείς με μιας να παίξεις κάθε τι που ’χεις κερδίσει,
στην καταστροφή ν’ αντέξεις και να δώσεις κάποια λύση,
αν μπορείς να υποτάξεις πνεύμα, σώμα και καρδιά,
αν μπορείς όταν σε βρίζουν να μην βγάζεις τσιμουδιά,
αν μπορείς στην καταιγίδα να μη χάνεις την ελπίδα,
κι αν μπορείς να συγχωρήσεις όταν σ’ έχουν αδικήσει,
αν μπορέσεις τ’ όνειρό σου να μη γίνει ο όλεθρός σου,
κι αν μπορέσεις ν’ αγαπήσεις όσους σ’ έχουνε μισήσει,
αν μπορείς να είσαι ο ίδιος στην χαρά και στην οδύνη,
αν η πίστη στην ψυχή σου μπρος σε τίποτα δεν σβήνει,
αν μιλώντας με τα πλήθη τη συνείδηση δεν χάνεις,
αν μπορέσεις να χωνέψεις πως μια μέρα θα πεθάνεις,
αν ποτέ δεν σε μεθύσει του θριάμβου το κρασί,
αν στα ψέματα των άλλων δεν λες ψέματα κι εσύ,
αν μπορείς να μη θυμώνεις, αλλά μήτε και να κλαις
όταν άδικα σου λένε πως εσύ μονάχα φταις.
Αν μπορείς με ηρεμία δίχως νεύρα ή δυσφορία
και τα ίδια σου τα λόγια να τ’ ακούς παραλλαγμένα,
αν μπορείς κάθε λεπτό σου να ’ναι μια δημιουργία
και ποτέ σου να μην μένεις με τα χέρια σταυρωμένα.
Αν οι φίλοι σου κι οι εχθροί σου δεν μπορούν να σε πληγώσουν,
αν οι σχέσεις με μεγάλους τα μυαλά δεν σου σηκώνουν
αν τους πάντες λογαριάζεις μα… κανένα χωριστά,
αν μπορέσεις να φυλάξεις και τα ξένα μυστικά…
Έ! Παιδί μου τότε… Θα μπορέσεις ν’ απολαύσεις όπως πρέπει τη ζωή σου…
Θα ’σαι Άνθρωπος σπουδαίος κι όλη η γη θα ’ναι δική σου!

Νικηφόρος Βρεττάκος

Ἡ γραφή μου, Από το [ΗΛΙΑΚΟΣ ΛΥΧΝΟΣ], 1984

Ἡ γραφή μου

Ἔμαθα γραφή καί ἀνάγνωση (πρίν
ἀπό τή γραφή καί πρίν από τήν ανάγνωση)
γιά νά γράψω τή μέρα, τή νύχτα, τό φῶς,
προπαντός τούς πολύχρωμους ἐκείνους ψιθύρους
πού βρίσκονται μέσα μου. Νά γράψω
τή γλώσσα τῶν λυγμῶν πού εἶναι μία
σ’ ὅλο τόν κόσμο. Τίς μητέρες – Μαρίες
πού ἄν ξεκινούσανε ὅλες μαζί,
ἡ μαύρη πομπή τους θά σχημάτιζε
ζώνη γύρω ἀπ’ τή γῆς.
Ὅλες τοῦτες
οἱ πέτρες πού βρίσκονται γύρω μου
εἶναι πλάκες τοῦ Θεοῦ ὅπου πάνω τους,
ἔμαθα γραφή καί ἀνάγνωση,
νά γράψω μέ μιά κιμωλία τήν ἀγάπη.

Μίλτου Σαχτούρη, «Το ψωμί»

Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό
ψωμί είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος κι αυτή
μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό
Ας μη το κρύβουμε διψάμε για ουρανό!

[πηγή: Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1945-1971), Κέδρος, Αθήνα 1996 (8η έκδ.), σ. 144]

Κ. Π. Καβάφης

Όσο μπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Μανώλης Αναγνωστάκης

Φοβάμαι

Φοβάμαι

τους ανθρώπους που εφτά χρόνια

έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι

και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–

βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας

«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που με καταλερωμένη τη φωλιά

πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που σου ‘κλειναν την πόρτα

μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια

και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο

να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που γέμιζαν τις ταβέρνες

και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια

κάθε βράδυ

και τώρα τα ξανασπάζουν

όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη

και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν

και τώρα σε λοιδορούν

γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Το ποίημα «Φοβάμαι» γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αυγή.

Ελύτης: Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική

Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη…

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη…
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κ’ εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια.
Kαι πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι.Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ’ αμπελομάντιλα,
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου…Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!


Ψαλμός Β’ της ενότητας «Τα Πάθη», από Το Άξιον Εστί

Α Ρ Γ Ο Π Ε Θ Α Ι Ν Ε Ι

Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
την ίδια παίρνοντας μέρα τη μέρα διαδρομή,
όποιος περπατησιά δεν αλλάζει,
όποιος δεν τολμάει να φορέσει ένα χρώμα καινούργιο,
όποιος δεν μιλάει σ’ αγνώστους.

Αργοπεθαίνει όποιος κάνει την τηλεόραση ταγό του
και γκουρού.

Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος βάζει το μαύρο πάνω απ’ το άσπρο
και πάνω απ’ το ιώτα διαλυτικά,
όποιος στη δίνη δεν αφήνεται να πέσει
των συγκινήσεων που μεταμορφώνουν
τα μάτια σ’ αστέρια, τα χασμουρητά σε χαμόγελα,
και τα στήθη σε χτυποκάρδια και λάθη.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν σαρώνει από οργή το τραπέζι
όταν πρέπει,
όποιος δεν θυσιάζει το βέβαιο
για το αβέβαιο κυνήγι ενός ονείρου,
όποιος δεν τόλμησε καν μια φορά στη ζωή του
να κάνει πέρα τις συνετές συμβουλές.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν κάνει πανιά γι’ άλλους τόπους,
όποιος δεν ανοίγει βιβλίο,
όποιος δεν χάνεται στη μουσική,
όποιος δεν βρίσκει μέσα του γοητεία και χάρη.

Αργοπεθαίνει
όποιος τον έρωτά του ταπεινώνει,
όποιος δεν γυρεύει απ’ τους άλλους βοήθεια
όταν την έχει ανάγκη,
όποιος περνά τις μέρες του γκρινιάζοντας
για την κακή του τύχη ή τη βροχή που δεν σταματά.

Αργοπεθαίνει
όποιος παρατάει μια ιδέα προτού τη βάλει μπροστά,
όποιος δεν ρωτάει για όσα δεν ξέρει.

Γλιτώνουμε αυτόν τον θάνατο σε δόσεις,
όταν θυμόμαστε ότι για να ‘σαι ζωντανός
θέλει προσπάθεια πολύ πιο δύσκολη από της ανάσας.

Martha Medeiros, A morte devagar

Αφήστε σχόλιο